- μαστίγων
- μαστί̱γων , μάστιξwhipfem gen plμαστί̱γων , μαστιγόωwhipimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)μαστί̱γων , μαστιγόωwhipimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαστιγῶν — μαστῑγῶν , μαστιγόω whip pres part act masc nom sg (attic epic doric) μαστῑγῶν , μαστιγόω whip pres part act masc voc sg (doric aeolic) μαστῑγῶν , μαστιγόω whip pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μαστῑγῶν , μαστιγόω whip pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπώ — λεπῶ, έω ή όω (Α) [λέπος] (κατά τον Ησύχ.) «ἐλέπουν οἷον ἐλέπιζον τύπτων καὶ μαστιγῶν» … Dictionary of Greek
νυμφαγωγώ — νυμφογωγῶ, έω (ΑΜ) [νυμφαγωγός] οδηγώ τη νύφη από το πατρικό της σπίτι στο σπίτι τού γαμπρού («τὰς τῶν πολιτῶν θυγατέρας οἱ τύραννοι μετὰ μαστίγων νυμφαγωγοῡσιν», Δίον. Αλ.) μσν. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) νυμφαγωγούμενος ο νυμφίος, ο γαμπρός αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
στρεβλώνω — στρεβλῶ, όω, ΝΑ [στρεβλός] 1. βασανίζω κάποιον με τη στρέβλη, ιδίως προκαλώ εξάρθρωση με συστροφή τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω (α. «στρεβλώνει τα λόγια μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῑς καὶ ἀστήρικτοι… … Dictionary of Greek
Χριστόφορος, Άγγελος — (Γαστούνη περίπου 1575 – Οξφόρδη 1638). Δάσκαλος της ελληνικής στην Αγγλία και συγγραφέας. Φιλομαθής και φιλαπόδημος, ο X. περιόδευσε για αρκετά χρόνια τον ελληνικό χώρο αναζητώντας ικανό δάσκαλο και μελετώντας στις διάφορες μοναστικές… … Dictionary of Greek